- στρομβοειδής
- -ές, ΝΑαυτός που έχει σχήμα στρόμθου, κώνου, κωνοειδήςαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρομβοειδῆζωύφια με σπειροειδές όστρακο.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόμβος «σβούρα, κουκουνάρι» + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρομβοειδῆ — στρομβοειδής like a neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στρομβοειδής like a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στρομβοειδής like a masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρομβοειδῶν — στρομβοειδής like a masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρομβώδης — ῶδες, Α [στρόμβος] 1. στρομβοειδής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρομβώδη σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν μέσα σ αυτά … Dictionary of Greek